- κασμιρένιος, -ια, -ιο
- ο κατασκευασμένος από κασμίρι: Προτιμά τα κασμιρένια ρούχα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.